- αυταγρεσία
- αὐταγρεσία, η (Α) [αυτάγρετος]εκούσια πράξη, ελεύθερη εκλογή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐταγρεσίης — αὐταγρεσία free choice fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)